Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



καταρρέοντα, τον


Ερμηνεία:

ο καταρρέων, του καταρρέοντος, τον καταρρέοντα, η καταρρέουσα, το καταρρέον [μετοχ. ενεστ. αρσ. γένους του ρ. καταρρέω, αιτ. εν. (αυτός που καταρρέει, που γκρεμίζεται] 



Ετυμολογία:

[κατά + ροή]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

 ... καὶ τὸνοἰκίσκον τὸν παλαιὸν καὶ καταρρέοντα, καὶ τὴν πατατούκαν τὴν  ... [Ο έρωτας στα χιόνια].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: